- ταταλίζω
- τᾱτᾰλίζω,A call by pet name (cf. τατί), coax, Herod.1.60, 6.77.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταταλίζω — Α φωνάζω κάποιον με χαϊδευτικό όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τατᾶ, πιθ. αναλογικά κατά τα ρ. σε αλ ίζω (πρβλ. βαυκαλίζω)] … Dictionary of Greek
ταταλίζει — ταταλίζω call by pet name pres ind mp 2nd sg ταταλίζω call by pet name pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταταλίζουσα — ταταλίζω call by pet name pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)